- αποστεώνομαι
- -ώθηκα, -ωμένος, γίνομαι σκληρός σαν κόκαλο, αδυνατίζω, γίνομαι πετσί και κόκαλο: Από τη συνεχή νηστεία έχει κυριολεκτικά αποστεωθεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.